ον,
A seeing to law and justice, Pi.N.7.47.
θεμισκόπος: -ον, ὁ ἐπισκοπῶν τὸν νόμον καὶ τὴν τάξιν, Πίνδ. Ν. 7. 69.
ος, ον :qui examine avec justice.Étymologie: θέμις, σκοπέω.