περιρρεπής
English (LSJ)
ές,
A falling over on one side, opp. ἰσόρροπος, Hp.Art.50; αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει cause the organs to press on the bladder, Ruf.Ren.Ves.11.
ές,
A falling over on one side, opp. ἰσόρροπος, Hp.Art.50; αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει cause the organs to press on the bladder, Ruf.Ren.Ves.11.