περίσκεψις
English (LSJ)
εως, ἡ, Delph. παρίσκεψις (q. v.),
A consideration, τοῦ πράγματος Eudor. ap. Stob.2.7.2 ; μετά, ἄνευ περισκέψεως, Str.4.4.2, Chrysipp.(?)Stoic.3.115.
εως, ἡ, Delph. παρίσκεψις (q. v.),
A consideration, τοῦ πράγματος Eudor. ap. Stob.2.7.2 ; μετά, ἄνευ περισκέψεως, Str.4.4.2, Chrysipp.(?)Stoic.3.115.