ἡ,
A chariotdriving, Pi. O.3.38.
[Seite 645] ἡ, das Fahren, Pind. Ol. 3, 40.
διφρηλᾰσία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν δίφρον, Πίνδ. Ο. 3. 67.
διφρηλᾰσία 1 chariot driving ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας (O. 3.38)