εὐαγορέω

Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.

German (Pape)

[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.

English (Slater)

εὐᾱγορέω
   1 praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)