περιτειχίζω
English (LSJ)
A wall all round, πλίνθοις ὥσπερ Βαβυλῶνα Ar.Av.552: —Pass., τόπος -τετειχισμένος BGU993 iii 1 (ii B. C.), etc. 2 surround with a wall, so as to beleaguer, πόλιν κύκλῳ Th.2.78, cf. 4.69; Μυτιλήνην ἐν κύκλῳ ἁπλῷ τείχει Id.3.18; τείχει διπλῷ D.59.102 :— Pass., Th.3.68. II build round, in Med., ξύλινον τεῖχος πολίταις Themist.Ep.8 :—Pass., ὁ περιτετειχισμένος κύκλος X.HG5.3.22. III metaph., fortify, θεωρίαν ἐρείσμασι Vett.Val.334.10.