ἀγγοθήκη

Revision as of 11:44, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A receptacle for vessels, Ath.5.21cc, cf. ἐγγυθήκη.

German (Pape)

[Seite 10] ἡ, ein Behältniß zur Aufstellung eines Gefäßes, Athen. V, 210 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγγοθήκη: ἡ, θήκη ἀγγείων, θέσις, ἔνθα τίθενται ἀγγεῖα, ἡ δὲ ἀγγοθήκη τρίγωνός ἐστι, ... δέχεσθαι δυναμένη ἐντιθέμενον κεράμιον, Ἀθήν. Ε, 210C.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
soporte para vasijas ἡ δ' ὑπ' Ἀλεξανδρέων καλουμένη ἀ. τρίγωνός ἐστι, κατὰ μέσον κοίλη Ath.210c, cf. ἐγγυθήκη, ἐγγυοθήκη.