ἀγκύρωμα: -ατος, τό, ναυτικὸν ὄργανον, Σχόλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 759 ἐν λέξ. δελφίς.
-ματος, τό ancla Sch.Ar.Eq.762a.