ἀγκιστρωτός
English (LSJ)
ή, όν,
A barbed, βέλος Plb.6.23.10; ἐμβόλια Ph.Bel.95.45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπιθ., ὁ ἔχων ἀγκιστροειδεῖς ἀκίδας, Πολύβ. 6. 23, 10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 arponado, βέλος Plb.6.23.10, ἐμβόλια Ph.Bel.95.45.
2 que tiene un gancho para colgarlo, de un objeto votivo Ἥλιος ἀ. IPerge 10.65 (I a.C.?).