ἁγιοφανής: -ές, ὁ, ὁ φαινόμενος (ὁ ὢν) ἅγιος, Εὐστ. Ἀντ. 621Α (πρβλ. ἀξιοφανής).
-ές santo Eust.Ant.Engast.170.