ἀγόρευσις
English (LSJ)
ἡ,
A speech, oration, EM13.51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγόρευσις: τὸ ἀγορεύειν, Σχολ. Ἰλ. Μ. 211.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 palabra, discurso ἀγορῇσιν ἀντὶ τοῦ ἀγορεύσεσιν εἴρηκεν Sch.Er.Il.12.211a, ἀγόρευσις· λόγος EM α 184.
2 predicación λαβὼν αὐτὸς τὰς τῶν λέξεων τῶν σημαντικῶν κατὰ τῶν πραγμάτων ἀγορεύσεις, κατηγορίας προσεῖπεν Porph.in Cat.56.8.