ἀγυρίζω
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυρίζω: συνάγω, «ἀγυρίζειν, συνάγειν, ἀγυρτάζειν», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
celebrar τῶν δικαίων ἀνδρῶν καὶ ταύτην ὥσπερ καὶ τὰς ἄλλας ἑορτὰς ἀγυριζόντων Didym.in Zacch.5.156, cf. 171
•reunir, concentrar Hsch.
ἀγυρίζω: συνάγω, «ἀγυρίζειν, συνάγειν, ἀγυρτάζειν», Ἡσύχ.
celebrar τῶν δικαίων ἀνδρῶν καὶ ταύτην ὥσπερ καὶ τὰς ἄλλας ἑορτὰς ἀγυριζόντων Didym.in Zacch.5.156, cf. 171
•reunir, concentrar Hsch.