ἀδαγμός
English (LSJ)
ὁ, v. sub ὀδαγμός; cf. ἀδακτῶ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδαγμός: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. ὀδαγμός· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει λέξ. ἀδακτῶ = κνήθομαι.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
morsure, déchirure.
Étymologie: ἀ- prosth., δάκνω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
prurito, picazón Hsch., EM α 227, Phot.α 322, cf. ὀδαγμός.