ἅδημα
English (LSJ)
τό,
A = ψήφισμα, Hsch. (cod. ἀδήμας).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
decreto ἁδήματος ἀντίγραφον IBerenike 3.2 (I a.C.), cf. Hsch.
• Etimología: Cf. 2 ἅδος, Ϝαδά.
τό,
A = ψήφισμα, Hsch. (cod. ἀδήμας).
-ματος, τό
decreto ἁδήματος ἀντίγραφον IBerenike 3.2 (I a.C.), cf. Hsch.
• Etimología: Cf. 2 ἅδος, Ϝαδά.