ἀδιαστασία
English (LSJ)
ἡ,
A continuity, Iamb.in Nic.p.57 P.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαστασία: ἡ, ἡ μὴ διάστασις, συνέχεια, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. Ἀριθμ. 81.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
geom. continuidad (ἡ γραμμή) ἤτοι ψαυστῶν ἀδιαστασία ἔσται ἢ διαστάντων ἀψαυστία Iambl.in Nic.57.