ἀδολεσχητέον
Greek (Liddell-Scott)
ἀδολεσχητέον: ῥημ. ἐπίθ. = δεῖ ἀδολεσχεῖν, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 461C.
Spanish (DGE)
hay que charlar Clem.Al.Paed.2.7.59.
ἀδολεσχητέον: ῥημ. ἐπίθ. = δεῖ ἀδολεσχεῖν, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 461C.
hay que charlar Clem.Al.Paed.2.7.59.