ἀδικητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to do wrong, Plu.2.562d. Adv. -κῶς Stoic. ap. Stob.2.7.11m.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῐκητικός: -ή, -όν, (ἀδικέω) διατεθειμένος εἰς τὸ ἀδικεῖν, ἐπιβλαβής, Πλούτ. 2. 562D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 228.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à l’injustice, au mal.
Étymologie: ἀδικέω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 dispuesto al mal πονηροὶ ἢ ἀδικητικοί Plu.2.537a, μοιχικὸς καὶ πλεονεκτικὸς καὶ ἀ. Plu.2.562d, cf. Ar.Byz.Epit.2.144.
2 adv. -ῶς con comportamiento injusto προσφέρεσθαι Chrysipp.Stoic.3.152.