ἀδιοργάνωτος
English (LSJ)
ον,
A unorganized, Iamb.VP17.73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιοργάνωτος: -ον, ὁ μὴ διωργανωμένος, διαμεμορφωμένος, ὁ ἔχων κακὰ ὄργανα, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 17.
Spanish (DGE)
-ον
1 no organizado Iambl.VP 73.
2 desprovisto de órganos τὸ ἔμψυχον διαιρεῖται εἰς διωργανωμένον σῶμα καὶ ἀδιοργάνωτον Elias in Porph.65.5.