ἀεροφόρητος

Revision as of 11:47, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

English (LSJ)

ον,

   A upborne by air, Eub.104.

German (Pape)

[Seite 43] von der Luft getragen, στρουθίον Eubul. bei Ath. XV, 679 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεροφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀέρος φερόμενος, βασταζόμενος, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 2. (ὁ Meineke προτείνει ἁβρο-)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾱ-]
llevado por el aire στρουθίον Eub.102.2.