ἀεροφανής
Greek (Liddell-Scott)
ἀεροφανής: -ές, διαφανὴς ὡς ὁ ἀήρ, Κύριλλ. Α. Ι. 732C.
Spanish (DGE)
-ές
brillante como el aire, celeste φιάλας Pall.V.Chrys.12.229, Cyr.Al.M.68.732C.
ἀεροφανής: -ές, διαφανὴς ὡς ὁ ἀήρ, Κύριλλ. Α. Ι. 732C.
-ές
brillante como el aire, celeste φιάλας Pall.V.Chrys.12.229, Cyr.Al.M.68.732C.