ἀζαραπατεῖς
Greek (Liddell-Scott)
ἀζαραπατεῖς: «οἱ εἰσαγγελεῖς παρὰ Πέρσαις», Ἡσύχ. πρβλ. Ἀζαβαρίτης, Κτησίας παρὰ Φωτ. Βιβλιοθ. 42, 21.
Spanish (DGE)
-ῶν, οἱ prést. del persa ujieres Hsch., cf. ἀζαβαρίτης.
ἀζαραπατεῖς: «οἱ εἰσαγγελεῖς παρὰ Πέρσαις», Ἡσύχ. πρβλ. Ἀζαβαρίτης, Κτησίας παρὰ Φωτ. Βιβλιοθ. 42, 21.
-ῶν, οἱ prést. del persa ujieres Hsch., cf. ἀζαβαρίτης.