ἀζημίωτος
English (LSJ)
ον,
A immune from penalties, Secund. Sent.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀζημίωτος: -ον, ὁ μὴ ζημιούμενος, Σεκούνδ. γν. σ. 23.
Spanish (DGE)
-ον
no sujeto a tarifa o tasa, exento de impuestos, ἐμπορία Secund.Sent.17, δεσποτεία πανταχόθεν ἀ. autonomía financiera completamente exenta de impuestos, IGLS 2501bis.14 (Siria V d.C.).