ἀκλόνητος
English (LSJ)
ον,
A unshaken, unmoved, Suid., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλόνητος: -ον, ἀδιάσειστος, ἀκλόνητος, Συνέσ., Σουΐδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8672. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no zarandeado, que no sufre sacudidas Φαέθων ... μήτε οἷός τε ὢν ... ἐφιππάζεσθαι ἀ. Palaeph.52.
2 inalterable de Cristo, Origenes M.12.289B, del hombre, Cyr.Al.M.69.956A, c. ac. de rel. τὴν γνώμην ἀκλόνητοι Gr.Nyss.Mart.2.163.1.
II adv. -ως inalterablemente Cyr.Al.M.72.88D.