ἀμέθυσον
English (LSJ)
τό,
A = ἀμέθυστος11.1, Dsc.1.123 (s. v.l.). II = ἀμέθυστος 11.2, Thphr.Lap.30, Hld.5.13; ἀμέθυσος, ἡ, v.l. in J.AJ3.7.5; cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέθυσον: τό, = ἀμέθυστος ΙΙ. 1, Διοσκ. 1. 176. ΙΙ. = ἀμέθυστος, ΙΙ. 2, Θεοφρ. Λιθ. 30 καὶ 31.
Spanish (DGE)
-ου, τό
amatista καὶ ἡ κρύσταλλος καὶ τὸ ἀ., ἄμφω δὲ διαφανῆ Thphr.Lap.30, τὸ δ' ἀ. οἰνωπὸν τῇ χρόᾳ Thphr.Lap.31, cf. I.AI 3.168, Hld.5.13.3.