ἀμφιπεριστρωφάω

Revision as of 11:54, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

Frequent. of -στρέφω,

   A keep turning about all ways, Ἕκτωρ δ' ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Il.8.348:—Pass., Q.S.13.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπεριστρωφάω: θαμιστ. τοῦ στρέφω, στρέφω τι διαρκῶς πρὸς ὅλα τὰ μέρη, περιελαύνω, Ἕκτωρ δ’ ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Ἰλ. Θ. 348.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. poét. ἀμφιπεριστρώφα;
faire tourner tout autour.
Étymologie: ἀμφί, περιστρέφω.

English (Autenrieth)

see περιστρωφάω.

Spanish (DGE)

revolver en todas direcciones Ἕχτωρ δ' ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Il.8.348
en v. med.-pas. girar, dar vueltas πάντα δ' ἐώλπει ἀμφιπεριστρωφᾶσθαι ἀνὰ πτόλιν parecía que todo daba vueltas en la ciudad Q.S.13.11.