ἀλλογνώς
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ,
A unknown, strange, Emp.126.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλογνώς: ῶτος, ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἐμπεδ. 194, κατὰ δοτικήν.
Spanish (DGE)
-ῶτος extraño σαρκῶν ἀλλογνῶτι περιστέλλουσα χιτῶνι Emp.B 126.
ῶτος, ὁ, ἡ,
A unknown, strange, Emp.126.
ἀλλογνώς: ῶτος, ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἐμπεδ. 194, κατὰ δοτικήν.
-ῶτος extraño σαρκῶν ἀλλογνῶτι περιστέλλουσα χιτῶνι Emp.B 126.