ἀργυροδέκτης
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροδέκτης: -ου, ὁ, ὁ δεχόμενος ἄργυρον ἢ χρήματα, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 255.
Spanish (DGE)
-ου
que recibe dinero, vendido de Judas Chr.Pat.140.
ἀργῠροδέκτης: -ου, ὁ, ὁ δεχόμενος ἄργυρον ἢ χρήματα, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 255.
-ου
que recibe dinero, vendido de Judas Chr.Pat.140.