ἀργυρόκρανος
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόκρᾱνος: -ον, ὁ ἀργυρᾶν ἔχων κεφαλὴν (πρβλ. πολιόκρανος). περὶ τοῦ Ἀδριανοῦ, Χρ. Σιβυλλ. 5. 47.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρόκρανος) -ον
de cabeza plateada ref. al pelo blanco ἀνήρ Orac.Sib.5.47.
ἀργῠρόκρᾱνος: -ον, ὁ ἀργυρᾶν ἔχων κεφαλὴν (πρβλ. πολιόκρανος). περὶ τοῦ Ἀδριανοῦ, Χρ. Σιβυλλ. 5. 47.
(ἀργῠρόκρανος) -ον
de cabeza plateada ref. al pelo blanco ἀνήρ Orac.Sib.5.47.