ἀπόλεμμα

Revision as of 11:56, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀπολέπω)

   A skin, D.C.68.32.

German (Pape)

[Seite 311] τό, das Abgeschälte, die Haut, D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλεμμα: -ατος, τό, (ἀπολέπω) ὁλόκληρον δέρμα, δορά, τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
piel del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1.