ἀπερίσκοπος

Revision as of 11:56, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

ον, = foreg., Suid.

   A s.v. ἀπερίγραπτοι.

German (Pape)

[Seite 288] dasselbe, B. A. für ἀπερίγραπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίσκοπος: -ον, = τῷ προηγ., Σουΐδ., Α. Β. 422 ἐν λέξ. ἀπερίγραπτοι.

Spanish (DGE)

-ον inabarcable Sud.s.u. ἀπερίγραπτον.