τό, Dim. of ἄκανος, Hsch.
ἀκάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄκανος, «ἀκάνιον, ἀκάνθιον», Ἡσύχ.
ἀκάνθιον Hsch.α 2267 (cód.).