ἀποδεσμεύω
English (LSJ)
A bind fast, LXX Pr.26.8, Hippiatr.77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεσμεύω: καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).
Spanish (DGE)
atar fijamente λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX Pr.26.8, cf. Hippiatr.77.