ἀλῄστευτος
German (Pape)
[Seite 95] nicht geplündert, Ios.; Arr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῄστευτος: -ον, ὁ μὴ ληστευθείς, ὁ μὴ ὑποστὰς διαρπαγήν, Ἰωσήπ. Α. Ἱ. 18. 9, 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4, 1. 93.
Spanish (DGE)
-ον
no saqueado, no asaltado γῆ I.AI 18.337, pred. de pers. πῶς ἀ. παρέλθῃ; Arr.Epict.4.1.93, cf. Ach.Tat.3.10.6.