διεκτρέχω

Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

aor. -έδρᾰμον,

   A traverse, Ph.Bel.77.36; ὁππότ' ἂν . . ἠέλιος Κριὸν . . διεκτρέχῃ Orph.Fr.285.5: abs., sally, rush out, J.AJ5.2.11; κυνὸς διεκδραμόντος Plu.2.490d.

German (Pape)

[Seite 618] (s. τρέχω), durch- u. herauslaufen, Sp.

Spanish (DGE)

1 pasar a través de, atravesar c. ac. ὁππόταν ... ἠέλιος Κριὸν διεκτρέχῃ Orph.Fr.285.5, (ἀγγεῖα) Ph.Bel.77.36, c. διά y gen. δι' ἐκείνου στενοῦ ... χωρίου D.P.Au.3.8.
2 intr. abalanzarse, lanzarse I.AI 5.161 (cód.), κυνὸς διεκδραμόντος Plu.2.490d, fig. πρὸς τὸ χεῖρον ἀεὶ διεκτρέχων Cyr.Al.M.68.956C.