[ῠ],
A keep back, hinder, A.R.1.772.
[Seite 287] abhalten, ἀπερήτυε Ap. Rh. 1, 772.
ἀπερητύω: [ῠ]: μέλλ. -ύσω, κωλύω, ἐμποδίζω, αὐτὸς ἑκὼν ἀπερήτυε κούρην Ἀπολλ. Ρόδ. Α.772.
rechazar κούρην A.R.1.772.