αἰσχρουργός
English (LSJ)
όν,
A obscene, Gal.12.249. Adv., Sup., D.C.79.3.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274.
Spanish (DGE)
-όν
felador κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249
•indecente ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3.