διωρισμένως

Revision as of 12:01, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of διορίζω,

   A distinctly, separately, Arist.HA521a15, Iamb.Protr.4; definitely, Plu.2.415b.

Greek (Liddell-Scott)

διωρισμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διορίζω, ὡρισμένως, σαφῶς, χωριστά, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 19, 8.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διορίζω en forma definida (αἷμα) ἑνίοις οὐ πήγνυται ... δ. Arist.HA 521a15, δ. πρῶτος ἐξέθηκε τῶν λογικῶν τέσσαρα γένη fue el primero que definidamente estableció cuatro clases de seres racionales Plu.2.415b, cf. Aristid.Quint.125.19, διακρίνουσα Iambl.Protr.4 p.55.