[ῠ], ον,
A short-backed, prob.in Pi.Pae.4.14.
ἐλᾰχύνωτος
1 with short ridge Κάρθαι[α ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός[ (vel βρα]χύνωτον supp. G-H.) Πα. . 1 ἐ]λαχύν[ωτο Πα. 7a. 6.
-ον
de estrecho dorso, e.e., pequeño νᾶσος Pi.Fr.52g.(a).6, cf. 52d.14.