ἐνεπάγομαι

Revision as of 12:01, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

[ᾰ], Med.,

   A atlack, Aesop.234.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεπάγομαι: μέσ., εἰσορμῶ, σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥῖνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα Αἰσώπου Μῦθ. 234 (146 ἔκδ. Κοραῆ).

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἐνεπήγετο;
s’élancer sur.
Étymologie: ἐν, ἐπάγομαι.

Spanish (DGE)

atacar, acometer ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο a un león, Aesop.267.