πλούσιος
English (LSJ)
Lacon. πλούτιος EM156.20: α, ον: (πλοῦτος):—
A wealthy, opulent, opp. πένης, πενιχρός, Hes.Op.22, h.Merc.171, Thgn. 621, etc.; πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου S.OT455; ἐμοὶ πένης . . πλουσίου μᾶλλον ξένος E.El.395; μέγα π. Hdt.1.32; πλουσίῳ χαίρειν γένει in his rich and lordly race, S.OT1070: prov., οὐδ' εἰ Μίδου -ώτεροι εἶεν Pl.R. 408b. 2 c. gen. rei, rich in a thing, ὁ δαίμων δ' ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν E.Or.394; π. οὐ χρυσίου, ἀλλ' οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Pl. R.521a; -ώτερος εἰς τὸ γῆρας . . φρονήσεως Id.Plt.261e. 3 c. dat., π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Plu.Cat.Ma.18; εἴκοσι μύξαις π . . . λύχνος Call.Epigr.56; π. ἐν ἐλέει Ep.Eph.2.4. II of things, σοὶ δὲ π. τράπεζα κείσθω richly furnished, S.El.361; ample, abundant, κτερίσματα E.Tr.1249; ὕδωρ Id.Fr.316.3: Sup., θησαυρὸς ἀνάκειται ὁμοῖα τοῖσι πλουσιωτάτοισι Hdt.3.57. Adv. -ίως, ἱρὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Id.2.44; π. ταφήσεται E.Alc.56; κοίτας . . π. σεσαγμένας Eup.76, cf. Ph.2.400, etc.; νέον π. ἐπικηρυκευόμενον Aristaenet.2.1.