ἁψιδωτός
English (LSJ)
όν,
A vaulted, Gloss. 2 with tyres, τροχός Edict.Diocl. 15.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῐδωτός: -όν, ἐπὶ τροχοῦ κατασκευασθέντος ἐξ ἁψίδων, δηλ. καμπύλων τεμαχίων ξύλου, ἰδὲ Loring ἐν Hell. Jor. 11. σ. 310.
Spanish (DGE)
-όν
1 abovedado, Gloss.2.24.
2 con llantas τροχός DP 15.32, 33.