διακελευστέον

Revision as of 12:03, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A one must direct, προστάξεις τισί Pl.Lg. 631d.

Greek (Liddell-Scott)

διακελευστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ διακελεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 631D.

Spanish (DGE)

hay que ordenar τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἰς ταῦτα βλεπούσας αὐτοῖς εἶναι δ. Pl.Lg.631d.