A v. ἀνελίσσω.
[Seite 220] = ἀνελίσσω, Nic. Al. 608; steht jetzt auch Plat. Phileb. 15 e; ἐσχαρίτας ἀνειλίττοντα Antid. com. Ath. III, 109 c.
ἀνειλίσσω: ποιητ. ἀντὶ ἀνελίσσω.
• Alolema(s): -ττω v. ἀνελίσσω.