ἅλας

Revision as of 12:03, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

English (LSJ)

ᾰτος, τό,

   A = ἅλς, salt, Arist.Mir.844b16, Lycon ap. Hdn. Gr. 2.716, LXX Le.2.13, al., Ep.Col.44.6, Gal.14.327; ἅ. ἀμμωνιακόν POxy.1222.2 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 89] ατος, τό (ἅλς), im Sprichwort, ἅλασιν ὕει, es regnet Salz, von großer Fruchtbarkeit, Suid.; nach E. M. ein Wort der gemeinen Sprache; sonst nur N. T., u. Sp., wie Diod. S. 1, 63; Plut. Symp. 4, 4, 3; φέρων ἅλας Theocr. 15, 17; s. ἅλς.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλας: ᾰτος, τό, (ἅλς) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ἅλας, κατὰ δὲ Σουΐδ. μόνον ἐν χρήσει εἰς τὴν παροιμίαν ἅλασιν ὕει, ἀλλ’ ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. Θαυμ. 138, συχνάκις δὲ καὶ παρὰ μεταγενεστέροις πεζοῖς, ὡς ἐν Πλουτ. 2. 668F· Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sel.
Étymologie: ἅλς².

Spanish (DGE)

-ατος, τό
sal Arist.Mir.844b16, PPetr.3.140a.2 (III a.C.), Ep.Col.4.6, Gal.14.327, PAnt.190a.23 (VI/VII d.C.), Gr.Naz.M.37.723
tb. plu. ἁλάτων μέδιμνον Lyco 28, prov. ἅλασιν ὕει de una gran abundancia, Sud.
fig. ref. a cualidades espirituales τὸ ἅλας τῆς γῆς Eu.Matt.5.13, ἅλας ἀμμωνιακόν sal amoniacal, POxy.1222.2 (IV d.C.).