ἐξαυλακίζω

Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

   A pour forth, πλοῦτον Lyd.Mag.2.8; ἑστίαν ib.3.65.

German (Pape)

[Seite 874] ausfurchen, austiefen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυλᾰκίζω: «’ξαυλακίζω», Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. τῆς Ρωμ. Πολ. 2. 8., 3. 65.

Spanish (DGE)

derramar, verter μηκέτι χωροῦντος τοῦ στόματος, χειμάρρου δὲ δίκην ἐξαυλακίζοντος τὴν ἑστίαν Lyd.Mag.3.65, fig. ἡ ὕπατος τιμὴ ... πλοῦτόν τε βαθὺν ... νιφάδων δίκην ἐξαυλακίζει τοῖς πολίταις la dignidad consular derrama gran riqueza sobre los ciudadanos a la manera de copos de nieve Lyd.Mag.2.8.