δουριαλής
English (LSJ)
(-άλης cod.)· αἰχμάλωτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 663] ές, = αἰχμάλωτος, Hesych.
Spanish (DGE)
-ές cautivo λαός Gr.Naz.M.37.1259A, cf. 996A.
(-άλης cod.)· αἰχμάλωτος, Hsch.
[Seite 663] ές, = αἰχμάλωτος, Hesych.
-ές cautivo λαός Gr.Naz.M.37.1259A, cf. 996A.