ποδικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of a metrical foot or feet, γένη, λόγος, Aristid.Quint. 1.15,19; π. χρόνοι, opp. ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ, ib.14.
ή, όν,
A of a metrical foot or feet, γένη, λόγος, Aristid.Quint. 1.15,19; π. χρόνοι, opp. ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ, ib.14.