ἀνεπισκόπητος

Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ον,

   A unregarded, Eustr.in APo.202.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπισκόπητος: -ον, παρημελημένος, περὶ οὗ οὐδεὶς φροντίζει, Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἰὼβ 34. 9. - ἀνεξερεύνητος, μυστήρια … καὶ ἀγγέλοις ἀνεπισκόπητα Εὐστ. Πονημάτ. 255. 95. ΙΙ. ὁ ἀνεξάρτητος ἀπὸ ἐπισκόπων, Εὐστ. Πονημ. 262. - Ἐπίρρ. -τως Θεόδ. Μετοχ. 628.

Spanish (DGE)

-ον
no consideradode los pecadores, Olymp.M.93.260B, λόγος Eustr.in APo.202.19.