γιγγλυμόομαι

Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

   A to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.

Spanish (DGE)

medic. encajarse como un gozne γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).532.