ἀκαυμάτιστος
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαυμάτιστος: -ον, ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ καύματος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπρόσειλος.
Spanish (DGE)
-ον no calentado Hsch.s.u. ἀπρόσειλος.
ἀκαυμάτιστος: -ον, ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ καύματος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπρόσειλος.
-ον no calentado Hsch.s.u. ἀπρόσειλος.